σε στέρνο ορναμενταλιστικό, καμαρώνει κάπου καρφιτσωμένη η αγία μου, η τέταρτη από της υπόλοιπες σας, αγία Μαριμπέλα, αγία των συνωστισμών & της εσπερινής λίμπιντο, το φωτοστέφανο της να εκπέμπει πατρική θερμότητα ως την αριστερή ρώγα εντός ολίγου & αυθίς θα μοιράσω την οποία, στον τυφλό διάδρομο, με τα κομψά τα χέρια, κατά σειρά προτεραιότητας: κλεμεντίνια, γαλαζοαίματα άλογα, τους λοβούς, τη λαπρερί, εφίδρωση, γουλιές κονιάκ. & οι παραμάνες μου μία μία τρυπάν τα κομψά χέρια, σα γδύνομαι από τις σάρκες μου, & καθιστώ τον εαυτό, μου αραιό, ωσότου στο βάθος του διαδρόμου θάμαι ο αγιασμός που σπάσε στο βάζο η άγια μαριμπέλα. θα τραγουδήσω μπους-φερμέ το τραγικό της το τέλος σε απίσθους υπό την επήρρεια μεσουλίδ, εκ των οποίων προσυλητίζω αυτόν με, την κορώνα, τα μεγάλα αυτιά, τον ποιητή,
στο ρετιρέ, ο allen ginsberg του, του μεταμορφώνει το κολιέ μου σε anal beads, να του γαργαλούν οργασμούς στο φρέαρ, στην τελευταία στάνζα οι απώλειες μου 4 μαργαριτάρια, άλλα τόσα λερωμένα. το ξημέρωμα, επανορθώνει χαρίζοντας μου ένα από τα πλασίμπο του, "είναι πλασίμπο ποιητικού οίστρου", μου εξηγεί κοφτά. το βάζω κάτω από τη γλώσσα μου & μπαίνω στο ανσασέρ. μεταξύ 4ου & 3ου, αφήνω μερικούς στίχους στον καθρέφτη με το μολυβάκι ματιών, πατάω το stop, λίγο πριν το ισόγειο. να γίνει μεσημέρι πριν νιώσω, αγόρι ξανά, κάποιος ένοικος αυνανίζεται που με ακούει να κλαίω,
2.22.2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment