μια φορά & έναν καιρό,
το ψαλίδι & το χαρτί δεν την παίζαν. το ψαλίδι είχε τους λόγους του, κατανοητό, το χαρτί όμως γιατί? το χαρτί αρνούνταν διαρρήδην να τυλίξει, να αγκαλιάσει, να τσαλακωθεί. όμως ούτε οι άλλες πέτρες την παίζαν. καμιά τους. ήταν μια μοναχική πέτρα. μια κοινή πέτρα, κοινά πέτρινη, με κοινό γκρι, κοινή σκληρότητα. δεν ήταν αρκετά μεγάλη σε μέγεθος για να γευτεί λίγες σταγόνες αίματος από κάποιο ανοιγμένο παιδικό κεφάλι, αλλά ούτε αρκετά μικρή για να σφηνωθεί στη σόλα κάποιου τρακτερωτού παπουτσιού για εκδρομές στην εξοχή. οι από γενιά σε γενιά συμβατικές τυπικότητες της οικογένειας της της υπαγόρευαν πως έπρεπε να γίνει πεζοδρόμιο. κάποτε είχε κρυφακούσει τους γονείς να αναφέρονται σε μια μακρινή της ξαδέρφη που έριξε μαύρη πέτρα πίσω της & μετακόμισε στην μεγαλούπολη. νέα της δεν έμαθαν ποτέ, οι φήμες όμως την θέλουν να έχει βολευτεί σε μία αιωρούμενη γέφυρα. η ίδια ουδέποτε ασπάστηκε το δόγμα της κοινωνικής αναρρίχησης από τα αλώνια στα σαλόνια & έτσι ουδέποτε ζήλεψε τις εργασιομανείς πέτρες των ορυχείων που κατέληγαν αστραφτερά κοσμήματα αμύθητης αξίας. μια ζωή κάτω από τη γη για να στολίζει τα συρρικνωμένα δάχτυλα κάποιας γερόντισσας? στην καλύτερη περίπτωση η ζάμπλουτη σταφίδα θα έπασχε από τρέμουλο προκαλώντας της ναυτία & στη χειρότερη θα την έθαβαν μαζί με τη φιλάργυρη μούμια που θα είχε αποκληρώσει από τη διαθήκη της κάθε συγγενή γένους θηλυκού. μπα. η ίδια έτρεφε ενδόμυχα όνειρα τα οποία μόνο ουτοπικά θα χαρακτήριζε κανείς μίας & ο καιρός της είχε ζοφερή όψη. ονειρευόταν λοιπόν,ονειρευόταν να γίνει καρδιά. ενός σκληρού ανθρώπου. ο μεταλλικός της ήχος να πάλλεται μες τα σάρκινα τοιχώματα του στήθους του, το βάρος της η σισύφεια τιμωρία της ανθρωπότητας. μα ζούσε σε μία εποχή που όλοι αγαπούσαμε. & η αγάπη αυτή ήταν τέτοια που ζέσταινε τους ανθρώπους ακόμη & στην πιο άχαρη ψυχρότητα του χειμώνα. ως εκ τούτου ούτε σε τζάκι μπορούσε να χτιστεί. δύσκολοι καιροί για μια πέτρα, αλλάζουν ακόμη & για αυτές. νοσταλγούσε το παραμύθι της γιαγιάς της. ήταν λιγάκι βίαιο για μία παιδί-πέτρα αλλά είχε happy end. με έναν λύκο & την πολύτεκνη οικογένεια κατσικιών που είχε καταβροχθίσει. & φυσικά οι πέτρες. στην χειρουργημένη κοιλιά του, στα σκοτεινά νερά ενός ποταμού, αχ τι ένδοξο παρελθόν που είχαν οι πρόγονοι της. & τώρα τα κοινωνικά στερεότυπα τις έχουν υποχρεώσει να καταλήγουν στις διόλου κολακευτικές πέτρες στα νεφρά. αυτά συλλογιζόταν η πέτρα της ιστορίας μας & η μόνη επιλογή που της είχε απομείνει ήταν να πρωτοτυπήσει. έτσι έδεσε μία πέτρα στο λαιμό της & πήδηξε από τον απότομο γκρεμό στο χείλος του οποίου είχε ζήσει τις τελευταίες της ώρες. ο μοναδικός μάρτυρας της αυτοκτονίας της ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που την είχε κλωτσήσει ως εδώ επειδή βαριόταν να κρατάει το χέρι του μπαμπά της. με στόμα στρόγγυλο από την απογοήτευση έβγαλε το κεφάλι της στο κενό να ακολουθήσει την μοιραία πορεία της πέτρας. η δύναμη της τελευταίας της κλωτσιάς την έχει εκσφενδονήσει & τώρα το τσακισμένο της κορμί γεννοβολούσε πετραδάκια εδώ εκεί παραπέρα. η μικρή τινάχτηκε στην προστακτική φωνή του πατέρα της: "πετρούλααα! φύγε από εκεί παιδί μου!"
7 comments:
['διαρρήδην';! φίλτατε, προσοχή: δίδεσθε ;-)]
γκριζα πετρα εναστρη... καημενη πετροuλα, τιποτα δεν καταφερε.. κριμα την συμπαθησα.
& δίδομαι & εκδίδομαι & απόλα ")
[αφιλοκερδώς, επικερδώς, και ολοκληρωτικώς, αντισοτίχως, ελπίζω ;-)]
ακριβώς ¨)
[ναι: 'αντισοτ[ο]ίχως' [sic] και εξισοπόρτως! :-)]
[χορεύετε;
http://sensualmonk.blogspot.com/2008/01/blog-post_22.html]
Post a Comment